ΑΘΗΝΑ ΣΧΙΝΑ: 2001

ΑΘΗΝΑ ΣΧΙΝΑ: «Νότιος Άνεμος», Αύγουστος 2001, (Άννα Φιλίνη, Ζωγραφική 1966-2001, Δήμος Αθηναίων, Πολιτισμικός Οργανισμός)

Όταν φυσά νότιος άνεμος, η στέρφα γη προσδοκά λίγες σταγόνες βροχής που τα άνυδρα βράχια την αναμένουν καρτερικά. Περιτριγυρισμένα αυτά από την αλμύρα του Αιγαίου, αιχμαλωτίζονται στο φως που κάθε ώρα τα μεταμορφώνει, μέχρι την εξάχνωση, κατά τα ανελέητα θερινά καλοκαίρια. Γι’ αυτό  κι ο νότιος εκείνος άνεμος αναμένεται λυτρωτικός, έστω, έστω κι αν διαρκώς αναστέλλει την υγρασία του, παρ’ εκτός κι αν απρόσμενα την χαρίσει, τις λίγες εκείνες φορές που αρχίζει να ανεβαίνει, κάπως, η στάθμη στα ξεροπήγαδα. Η Άννα Φιλίνη περιδιαβαίνει τα τοπία της σαν τον νότιο άνεμο. Ακροβατεί και ακτογραφεί το Αιγαίο, την ίδια στιγμή που ακτινογραφεί τους όγκους των νησιών, σαν σώματα από παλαιολιθικά όντα που στέκουν πάνω στα νερά, ισορροπώντας ανάμεσα στο αρχαίο πάθος και στο προοίμιο ενός αφανέρωτου έρωτα. Καταγράφει δονήσεις από τις χαράδρες, τις οροσειρές, τα χαμηλά σπίτια, τα φρύγανα, τα βότσαλα τα λεία, τις τρικυμίες της πέτρας, τα χόρτα της άμμου, τα αγκάθια τα αιχμηρά, το μαύρο κύμα το πικρό και εκείνα τα νερά τα σμαραγδένια που που μεταφέρουν ιριδίζοντες πόθους κι αξημέρωτα όνειρα. Με χρώματα σε αραιωμένο λάδι, που μοιάζουν με εκείνα της τέμπερας, ποτίζει το χαρτί και ενυδατώνει συναισθηματικά τα τοπία της, φέρνοντας στο φως τις κρυμμένες τους ώρες, τις υπόγειες φλέβες του αίματος που αναβλύζουν αναπάντεχα, κάτω από έναν ήλιο απαστράπτοντα, μεσημβρινό.

Ρόδινοι τόνοι σαν το δέρμα αρχαγγέλων ενώνονται με όχρες από όαση ερήμου κι αλλού κόκκινα πορφυρά μπλέκουν με τα καρμίνια σαν τις κραυγές μιας ανέλπιδης αγάπης. Σκουρόχρωμα  καφετιά και γκρίζα με αναθρώσκουσες λάμψεις γειτνιάζουν με πορτοκαλένιες αποχρώσεις και ένας φεγγοβόλος ουρανός εμφανίζεται μέσα από τα χρώματα της βιολέτας, για να αναγγείλει τους ψιθύρους της νύχτας που ανατέλλει μέσα από την δρόσο την εσπερινή.

Η γραφή γίνεται χρώμα, το χρώμα παλμική ταλάντωση και θρόϊσμα ιδιοσυχνότητας που αντηχεί εντάσεις  βγαλμένες από τα σπλάχνα θαρρείς της γης και τις ρίζες των συνειρμών. ΟΙ τόποι αποκτούν ονόματα που ακούγονται οικεία και ταυτοχρόνως ανοίκεια, αναδύοντας τις κρυμμένες τους ιστορίες μιας αφανέρωτης χωρογεωγραφίας. Εκείνης που ιχνηλατείται, ανασκάπτεται, διεγείρεται από το ίζημα του υποσυνείδητου και εξιχνιάζεται κάτω από το βήμα και το βλέμμα της Άννας Φιλίνη που περιηγείται κι αφηγείται όσα καταγράφει η αισθαντική της πυξίδα, σε αυτά τα εικαστικά αγκυροβόλια. Έχει κανείς την εντύπωση πως τα κρημνώδη βράχια, οι ήρεμες ακτές, οι πεζούλες με το λιγοστό χώμα που προστατεύεται από τα φρύδια με τις ξερολιθιές και πιο ψηλά οι φωλιές με τα αγριοπούλια ή οι σπηλιές της θάλασσας, διαπλέκουν τον κατακόρυφο με τον οριζόντιο διαμερισμό, το βάθος με την επιφάνεια, την περιγραφή με το μύθευμα, την πραγματογνωσία με την παραμυθία, συνδέοντας την λεπτομέρεια με την μακροσκόπευση, την καθημερινότητα κυρίως με την αλληγορία, σ’ αυτά τα ρευστά, κυματοειδή τοπία που μνημειώνουν την αέναη μετατρεψιμότητά τους. Η εσωτερική κίνηση των σωμάτων/τοπίων που η Άννα Φιλίνη ψαύει τις πτυχώσεις τους,(το σάρκωμα των όγκων τους με τις εγγραφές από ανεπούλωτες πληγές που συντροφεύουν παλιά και ξεχασμένα σημάδια της γης, σαν να προσωποποιείται τα νείκος και η φιλότητα καταμεσής ουρανού και θάλασσας), μεταμορφώνεται σε ένα αμάλγαμα. Τα χρώματα αφήνουν να φαίνεται η υπόγεια διαπάλη της στρωματογραφίας τους που περνά από την παλέτα στο χαρτί, θυμίζοντας ορυκτά πετρώματα μέσα από όπου διυλίζεται, αντανακλάται και ακτινοβολεί η λάμψη ως υφέρπουσα φωταύγεια, χωρίς η σπαργή της ζωτικότητάς της να κρύβει τους θανάτους που εγκυμονεί το απροσδόκητο. Πυρωμένα χώματα κι άσβεστοι πόθοι του μεσημεριού γειτονεύουν με τα αφρισμένα κύματα. Δαντελώσεις ακτών προσχωρούν με αναβαθμούς στην ξηρά, σκαρφαλώνοντας στους λόφους κι άλλοτε ανοίγουν χαίνοντα τα ερέβη των βράχων, αποκαλύπτοντας το έλεος και τον φόβο, σ’ αυτούς τους τόπους μαρτυρίου και εξιλέωσης, που παρουσιάζονται σαν ελεγείες ζωής.

Τα τοπία της Άννας Φιλίνη, σαν τις ημερολογιακές σημειώσεις, μας ταξιδεύουν στην  μεταμόρφωσή τους. Μας καθρεφτίζουν και τα καθρεφτίζουμε, όχι μέσα από ένα παιχνίδι μορφών , αλλά μέσα από απ’ το απείκασμα που αφήνουν πίσω τους οι αισθήσεις. Εκείνες που αναπάντεχα αφυπνίζονται και παραμένουν ανηλικίωτες, διακινδυνεύοντας την αιφνίδια εξαφάνισή τους. Ανάμεσα στο τίποτε και στο κάτι, συμβαίνει τούτη η φανέρωση, που μετατρέπει τα ταπεινά σε μέγιστα και τα στιγμιαία σε σταθερά, καθώς αποκρυσταλλώνουν το χρόνο μέσα απ’ την πλάνη της διάρκειας.

Αθηνά Σχινά, Αύγουστος 2001

 

(Δημοσιεύθηκε στο Άνθη του Κακού, Ζωγραφιές για δεκαπέντε ποιήματα του Μπωντλέρ, Άννα Φιλίνη, 2000, Εκδόσεις Άμμος)