Τον περασμένο Δεκέμβρη κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα η συλλογή ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου με τίτλο «1934 Προϊστορία ή Καταγωγή». Στην εκτενέστατη και εξαιρετικά χρήσιμη εισαγωγή του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, βασικού μελετητή του έργου του Ανδρέα Εμπειρίκου, πληροφορούμαστε ότι ήδη το 2004 ανακαλύφθηκε μαζί με άλλα γραπτά από τον Λεωνίδα Εμπειρίκο, γιό του ποιητή, παλιά συλλογή 15 ποιημάτων με τίτλο Προϊστορία ή Καταγωγή και χρονολογία το 1971. Στη συνέχεια ανακαλύφθηκε το 2006 σε πλημμυρισμένη υπόγεια αποθήκη του σπιτιού το κομμάτι του Αρχείου του ποιητή που ο ίδιος θεωρούσε χαμένο και αναζητούσε για πολλά χρόνια, μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα χειρόγραφα παλιάς ανέκδοτης συλλογής του 1933/1934, τμήμα της οποίας αποτελούσαν τα ποιήματα της συλλογής του 1971, και που όλα μαζί δημοσιεύονται τώρα..
Στην εισαγωγή γίνεται περιεκτική αναφορά στη λογοτεχνική ιστορία και τη ζωή του Εμπειρίκου μέχρι τη διετία 33/34. Το 1933 θεωρείται από τον επιμελητή της έκδοσης «τόσο σημαντικό ώστε θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε έτος «γενέσεως του Εμπειρίκου» (σελ. 52), καθότι 1) γνωρίζεται στο Παρίσι με τον Αντρέ Μπρετόν και τους υπερρεαλιστές (βλέπε Ν. Σιγάλας Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού, σελ.92)2) παραιτείται από τη θέση του γενικού διευθυντή του Μηχανουργείου και Ναυπηγείου Βασιλειάδη, έρχεται σε μερική σύγκρουση με τον πατέρα του και τον ψυχαναλυτή του 3) γνωρίζεται με τον ποιητή Νίκο Καλαμάρη. Είναι η χρονιά που ο Εμπειρίκος αλλάζει ριζικά τη ζωή του. Τότε γράφει επιστολή προς τον εξάδελφό του: «…ρίχνω κάτω όλες μου τις μάσκες που άθελά μου φορούσα παρουσιαζόμενος ως αστός, ενώ ήμουν κομμουνιστής και επαναστάτης.» (σελ.53). Το καταστάλαγμα της εισαγωγικής αυτής αναφοράς είναι ότι μέσα από την τωρινή ποιητική συλλογή μαθαίνουμε πως το «απελευθερωτικό όραμα του Εμπειρίκου αρχίζει το 1934» (σελ. 73) και ότι « ο Εμπειρίκος που γνωρίζουμε κατάγεται από την Προϊστορία ή καταγωγή (1933/1971).»
Παραπέρα στην εισαγωγή γίνεται η εκτίμηση ότι ενδεχομένως η συλλογή ποιημάτων του 1933/1934 δεν εκδίδεται, γιατί ο ποιητής στα τέλη του 1934 εντάχθηκε στην ομάδα των υπερρεαλιστών, υιοθέτησε πλήρως την αυτόματη γραφή και, μετά τη διάλεξη στην Αθήνα «Περί σουρρεαλισμού», εκδίδει πλέον την καθαρά υπερρεαλιστική Υψικάμινο και ύστερα την Ενδοχώρα. Ανακεφαλαιώνοντας την συνολική πορεία του Εμπειρίκου, θεωρείται (σελ.69) ότι μετά την 1η φάση των ποιημάτων γραμμένων στη δημοτική, τα ποιήματα του 33/34 εντάσσονται στη 2η φάση των προ- ή μη υπερρεαλιστικών ποιημάτων, η 3η φάση είναι των ακραιφνώς υπερρεαλιστικών ποιημάτων της Υψικαμίνου και μετά έρχεται η 4η «μη υπερρεαλιστική» φάση, όπου εντάσσεται και η Οκτάνα.
Πόσο ανάγλυφα ξεπροβάλλουν όλα τα ποιητικά και πνευματικά χαρίσματα του Εμπειρίκου μέσα σε αυτή την πραγματική «προϊστορία ή καταγωγή» του όλου έργου του! Εδώ βρίσκουμε να προϋπάρχουν, όχι σε ψήγματα αλλά σε ζωντανά σώματα έργου, τα στοιχεία της όλης οντότητας και της προσωπικότητας του ποιητή, του ψυχαναλυτή, του εικαστικού ( φωτογράφου ) Εμπειρίκου, όπως τον ξέρουμε και τον ανακαλύπτουμε παραπέρα και διαρκώς στο έργο του. Εδώ βρίσκουμε το ξεκίνημα του ρωμαλέου ύφους, που τον χαρακτηρίζει και σπέρματα της ιδιόρρυθμης και γοητευτικής μικτής γλώσσας του. Εδώ βρίσκουμε το ξεκίνημα της ερωτικής απελευθερωτικής του ποίησης. Βρίσκουμε την αγάπη του για τη φύση και τις περιγραφές τοπίων, που του θυμίζουν άλλοτε κινήσεις ερωτικές και άλλοτε κινήσεις της ιστορίας. Στο περίφημο «Θέαμα του Μπογιατιού ως κινούμενου τοπίου» ξεκινά αναλογιζόμενος ανάμεσα στα ταλαντευόμενα καλάθια τα «ηδονικά κινήματα των γυναικών» και την Λαίδη Τσάτερλυ του Λώρενς και συνεχίζει κάνoντας συνειρμούς με άλλες κινούμενες οντότητες που έχουν «Σχέσεις κινούμενες υψίστης σημασίας Με την ένδοξη πατρίδα της πρώτης εφαρμογής του γνήσιου Σοσιαλισμού Την επική μας ΕΣΣΔ». Η ερωτική κίνηση συμπορεύεται με την κίνηση της διάδοσης της επανάστασης και καταλήγει «…Μητέρα μας αγαπημένη ΕΣΣΔ, Κάμε να έρθη γρήγορα και το δικό μας μέγα βράδυ που θα’ ναι και δικό σου…».
Ο μαρξισμός αυτής της περιόδου, που εδώ παρουσιάζeται σταθερά και σε πολλά ποιήματα, συνδυάζεται συχνά με πολιτικά καλέσματα. Το «Χτύπα ζουμπά και τρύπα την την λαμαρίνα» αποκορυφώνεται λέγοντας «Χτύπα και τρύπα την να γίνει πιο νωρίς Το ωραίο καράβι μας η Διεθνής». Το επιτακτικό «Τώρα. Τώρα ευθύς Τώρα αμέσως» κλείνει καλώντας «Τώρα και πάντα και στους αιώνας των αιώνων Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε».
Bλέπουμε στην συλλογή αυτή την «καταγωγή» πολλών χαρακτηριστικών του Εμπειρίκου, όπως την αγάπη του για τη ζωγραφική, που αρχικά εδώ συγκεντρώνεται στον Γουναρόπουλο, αναπτύσσεται αργότερα στην Ενδοχώρα με αφιερώσεις στον Τανγκύ, τον Θεόφιλο, τον Κανέλλη και μετά στην διοργάνωση της έκθεσης υπερρεαλιστικής ζωγραφικής στο σπίτι του, ώσπου ολοκληρωτικά ξεδιπλώνεται στην Οκτάνα μέσα σε ένα εκτενές ποιητικό κείμενο- κράμα περιγραφών τέχνης, ψυχαναλυτικών και κοινωνικών καταστάσεων – το «Σαλτιμπάγκοι στα πέριξ του Παρισιού», βασισμένο στο γνωστό έργο του Πικάσο.
Εδώ βρίσκουμε τη γοητεία που από την αρχή ασκεί στον Εμπειρίκο ο Καβάφης, διατυπώνοντας στο ποίημα που αφιερώνει στη μνήμη του, την ευχή για το μακρυνό ταξίδι «Γεμάτο περιπέτειες , γεμάτο γνώσεις» και «ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής»,ταξίδι που δεν είναι τυχαίο, ήδη στο ποίημα του 1934, ότι καταλήγει στην Νέα Υόρκη, ως άλλη Ιθάκη. Και ακριβώς στο ποίημα αυτό βλέπουμε να παρουσιάζεται στον τίτλο του ο «Υπερωκεάνειος πλους ή πλους υπερωκεανείου» που βρίσκει αργότερα διέξοδο στο μεγάλο του μυθιστόρημα «Μέγας Ανατολικός». Αργότερα, πάλι μέσα στην Οκτάνα, βρίσκουμε τον Καβάφη πάνω στο βάθρο του Εμπειρίκου μαζί με τους άλλους «μπεάτους» της φιλοσοφίας και της ποίησης.
Αλλά και οι «φωνές του τμήματος μανιακών» μέσα από το «Φωνές μέσα στη νύχτα» της «Προϊστορίας» όπως και η «Κραυγή» που ξεχύθηκε «σαν αίμα μέσ’ σε γδούπο καρμανιόλας» φέρνουν πάλι άμεσους συνειρμούς με το ποιητικό κείμενο «Πολλές φορές τη νύχτα» μέσα στην Οκτάνα αρκετές δεκαετίες αργότερα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της συλλογής είναι ότι εδώ εκφράζεται με καθαρότητα η πολιτική-μαρξιστική διάσταση του ποιητή. Η μαρξιστική του διάσταση υποχωρεί όταν γίνεται η ρήξη των υπερρεαλιστών με την ΕΣΣΔ και την Κομιντέρν, όμως και τότε δεν αρνείται τη σχέση του με την επανάσταση(σελ. 28). Στη συνέντευξη που έδωσε ο Εμπειρίκος το 1967 ανέφερε τη παλαιότερη απόλυτη προσχώρησή του στο μαρξισμό κι ότι αργότερα «Τον απεκήρυξα,διότι όπως απεδείχθη εις την Ρωσσίαν η απελευθέρωσις του κόσμου δεν γίνεται μόνον με την πάλην των τάξεων και ούτε μόνον από το προλεταριάτο, αλλά πάς άνθρωπος οφείλει να μάχεται να υποσκάπτει τα θεμέλια των «καλώς κειμένων…Πιστεύω δηλαδή εις την ατομικήν απελευθέρωσιν, η οποία κάποτε θα φθάσει εις την γενικήν». Σίγουρα η σύλληψη του Εμπειρίκου από την ΟΠΛΑ τον Δεκέμβρη του 1944 και η κράτησή του στα Κρώρα, όπου μάλιστα πληροφορήθηκε από τον δεσμοφύλακά του πως επρόκειτο να εκτελεστεί ( βλέπε Δ. Καλοκύρης, Τα σύνεργα της πλοιαρχίας, σελ. 92), έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ψυχοσύνθεσή του. Σήμερα πια, μετά την δημοσίευση των επαναστατικών ποιημάτων του 1933/34, μπορούμε να φανταστούμε το μέγεθος της πικρίας και της απογοήτευσης αυτού του ανθρώπου, ο οποίος όμως δεν δημοσίευσε ποτέ την μαρτυρία της ομηρίας του «για να μην βλάψει τους δεινοπαθήσαντες κομμουνιστές μετά τον εμφύλιο», όπως μεταφέρει από συνομιλία τους ο γιος του Λεωνίδας.
Στην διάρκεια της Κατοχής ο Εμπειρίκος έδωσε σε πολλούς κατατρεγμένους άσυλο στο σπίτι του, όπως αναφέρει ο Νίκος Εγγονόπουλος καθώς εκεί χρειάστηκε να βρει και ο ίδιος καταφύγιο το 1944, καθώς είχε πληροφορηθεί ότι τον κυνηγούσαν μετά την πλατιά απήχηση του Μπολιβάρ. Η φιλία τους έγινε στενότερη «την εποχή που ηκούετο…στυγνή πάντοτε και δυσοίωνος η βαρύγδουπη μπότα του κατακτητού» (από Ανδρέα Εμπειρίκου, Διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο). Μετά την Απελευθέρωση ο Εμπειρίκος ξεκίνησε να γράφει στα μέσα του 1945 τον Μεγάλο Ανατολικό και διάλεξε τότε να οδηγήσει το απελευθερωτικό γεμάτο έρωτα ταξίδι του πλοίου του στην Αμερική (βλέπε Μ. Χρυσανθόπουλος, Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι, σελ.297). Διατηρώντας πάντα μια συνολική πολιτική αντίληψη για την πογκόσμια κατάσταση και έχοντας ζήσει την εμπειρία των Δεκεμβριανών, δεν επιλέγει τότε ως προορισμό ούτε την Αγγλία, ούτε την ΕΣΣΔ. Aργότερα πιά, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου, επισκέφθηκε την ΕΣΣΔ το 1962 και στη συνέχεια, παρά τις κριτικές παρατηρήσεις που βλέπουμε στις ημερολογιακές σημειώσεις του από το ταξίδι, έγραψε το γεμάτο αγάπη για την πατρική γη της μητέρας του και γεμάτο συγκίνηση «Μετά τη μάχη του Μποροντινό» και «μετά το Στάλινγκράδ», το επικό ποίημα «Ες-Ες-Ες-Ερ Ρωσσία». Τέλος, σε κείμενο γραμμένο λίγες μέρες πριν τις εκλογές του 1974, έφτασε να γράψει με το χέρι του «Όσοι θέλουν μίαν κατάληξιν κατόπιν μακράς επιπόνου και ίσως ηρωϊκής πορείας προς τον πραγματικόν σοσιαλισμόν και όχι έναν Σοσιαλισμόν d’ Έtat ας ψηφίσουν υπέρ της ΕΔΑ…».
Η ποίηση του Εμπειρίκου δεν σταμάτησε ποτέ να έχει τον απελευθερωτικό χαρακτήρα, που στις διαφορετικές φάσεις της ζωής του συνέχισε να εκφράζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μέσα στην «Προϊστορία ή Καταγωγή» φανερώνεται η αρχή αυτού του νήματος της σκέψης για την κοινωνική και προσωπική επανάσταση, νήμα που ξεδιπλώνεται στα μετέπειτα χρόνια και στο τέλος ξεσπά σαν ποτάμι- χείμαρρος στην Οκτάνα που γράφει το 1963, το μανιφέστο του-ύμνος στην κοινωνική δικαιοσύνη, στον έρωτα, στην αγάπη προς τη φύση και τις ανθρώπινες πόλεις ( «Οκτάνα και όχι Μπραζίλια !»), στην πανανθρώπινη ελευθερία.
Άννα Φιλίνη, Μάρτιος του 2015