Η Γκερνίκα είναι ένα σύμβολο για ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Είναι ένα έργο που καταγγέλλει τη βαναυσότητα του φασισμού και του πολέμου και ταυτόχρονα είναι ένα αριστούργημα της τέχνης. Ο Πικάσο, ήδη πριν δημιουργήσει την Γκερνίκα, ήταν πολύ φορτισμένος από τις θηριωδίες των φασιστών του Φράνκο, είχε σχεδιάσει πολλά έργα που εκφράζανε την αγωνία του για τα εγκλήματα κατά του ισπανικού λαού. Στις 19 Ιανουαρίου του 1937 είχε καταληφθεί η Μάλαγκα, γενέτειρα πόλη του Πικάσο, από τους ιταλούς μελανοχίτωνες που ήρθαν να ενισχύσουν τον Φράνκο και σκοτώσανε 4000 λαού. Τότε ο Πικάσο έκανε το πρώτο του έργο με τίτλο «Μορφή γυναίκας εμπνευσμένη από τον εμφύλιο της Ισπανίας», έργο που καταγράφει τον σκληρό αγώνα των ισπανών δημοκρατικών κατά του φασισμού.
Στις 26 Απριλίου 1937 ήρθανε 43 βομβαρδιστικά της ναζιστικής γερμανικής αεροπορίας που βομβαρδίζανε επί τρείς ώρες την βασκική πόλη Γκερνίκα.. Η πόλη ισοπεδώθηκε και τα αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά για να θερίζουν με τα οπλοπολυβόλα τους ανθρώπους που έτρεχαν έξω απ΄την πόλη στα χωράφια για να σωθούν. Την επόμενη μέρα ο Πικάσο είδε στις εφημερίδες τις φοβερές φωτογραφίες από την απύθμενη καταστροφή, ήταν η εφημερίδα Ce soir του Αραγκόν και η l ΄Humanité του ΓΚΚ. Τότε συγκλονίζεται. (Το Βατικανό αρνιόταν να αποδεχτεί την αλήθεια της δολοφονικής καταστροφής και μόλις το 1970 άρχισε να εξετάζει τα πράγματα.). Αρχίζει αμέσως να ετοιμάζει τη Γκερνίκα. Κλαίει την Ισπανία, κλαίει και πονάει για το λαό του που σκοτώνεται, όμως το έργο του δεν δείχνει πουθενά κάτι από την συγκεκριμένη σφαγή ούτε από έναν συγκεκριμένο τόπο, είναι η εικόνα του πολέμου και του φασισμού, όπου γης. Είχε από παιδί τεράστια ικανότητα στη ζωγραφική και πάντα τη χρησιμοποίησε με τρομερή ευκολία, είχε όμως παράλληλα μεγάλη κοινωνική ευαισθησία και η συγκίνησή του αποτυπώθηκε απόλυτα στο έργο του. Γιατί χωρίς την μεγάλη του συγκίνηση δεν θα μπορούσε να κάνει αυτό το αριστούργημα. Χωρίς την ειλικρινή συγκίνηση του καλλιτέχνη η αλήθεια του δεν καταγράφεται: Η γυναίκα στη Γκερνίκα με το νεκρό παιδί στα χέρια συγκλονίζει, όπως συγκλονίζουν οι μητέρες Παναγίες του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και του Βαν Έυκ που μικρός παρατηρούσε ο Πικάσο στο Πράδο. Σε μια συνέντευξη που έδωσε ο Πικάσο το 1945 είχε πει ότι η ζωγραφική «είναι ένα όργανο πολέμου για την επίθεση ή την άμυνα ενάντια στον εχθρό». Πιο συγκεκριμένα είπε: «Τι νομίζετε πως είναι ένας καλλιτέχνης; Ένας ηλίθιος που έχει μόνο μάτια αν είναι ζωγράφος, ή αυτιά αν είναι μουσικός, ή μια λύρα σε όλα τα επίπεδα της ψυχής αν είναι ποιητής, ή ακόμη έχει μόνο φουσκωτούς μυς αν είναι μποξέρ; Αντιθέτως είναι ταυτοχρόνως ένα πολιτικό ον, που έχει διαρκώς συνείδηση των γεγονότων που ξεσκίζουν, είτε είναι ορμητικά, είτε χαρούμενα, στα οποία αντιδρά με όλο του το είναι». Παρόλα αυτά η Γκερνίκα κριτικαρίστηκε στην αρχή από διαφόρους ισπανούς δημοκρατικούς ως έργο «αντικοινωνικό, αστείο, εντελώς αταίριαστο προς την υγιή αντίλειψη του προλεταριάτου». Η δύναμη αυτού του έργου τέχνης βγήκε μέσα από την άμεση ειλικρινή αντίδραση αυτού του μεγάλου ζωγράφου, που η τέχνη του δεν είχε να κάνει με πολιτική προπαγάνδα ούτε με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, που κυριαρχούσε ήδη στην ΕΣΣΔ του Στάλιν. Στη Γκερνίκα βλέπουμε να συνυπάρχουν οι μορφές τέχνης που χρησιμοποιούσε στην έκφρασή του ο Πικάσο: τόσο ο κυβισμός, όσο και ο σουρρεαλισμός και η κλασσική διάταξη στη σύνθεση επικών έργων.
Από το καλοκαίρι του 1936 ο Πικάσο είχε οριστεί από την Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ισπανίας επίτιμος διευθυντής του Μουσείου του Πράδο. Τον Φεβρουάριο του 1937 ανέλαβε να παρουσιάσει το περίπτερο της Δημοκρατικής κυβέρνησης στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Αρχικά ετοίμαζε ένα έργο με τίτλο «ο ζωγράφος και το μοντέλο του», όμως το αρχικό σχέδιο ανατράπηκε μετά τον βομβαρδισμό της Γκερνίκα. Αμέσως άρχισε να ετοιμάζει το μνημειακό έργο του με διαστάσεις 3,49 μ. ύψος και 7,76 μ. μήκος, διαστάσεις που καθορίστηκαν από την κλίμακα του ισπανικού περιπτέρου. Πάντως η αρχική ιδέα του πρώτου έργου, που ήταν να υπάρχει ένας κάθετος άξονας με ένα μπράτσο που να κρατά ψηλά ένα σφυροδρέπανο, παρέμεινε και στο μετέπειτα έργο, παίρνοντας τελικά μια διαφορετική μορφή. Ο Πικάσο ξεκίνησε φτιάχνοντας προκαταρκτικά σχέδια. Το πρώτο έγινε στην 1η Μαϊου και το τελευταίο στις 11 Μαϊου του 1937. Στη συνέχεια το έργο διαμορφώθηκε πάνω σε ένα ενιαίο κομμάτι μουσαμά από την αρχή μέχρι το τέλος, ολοκληρώθηκε στις 6 Ιουλίου και τα εγκαίνια της έκθεσης έγιναν στις 13 Ιουλίου του 1937.
Η Γκερνίκα πέρασε από διαφορετικά στάδια. Ο ίδιος ο Πικάσο, ήδη πριν την Γκερνίκα, διατύπωνε την άποψη σε ένα περιοδικό του 1936, ότι θα ήταν ενδιαφέρον να δεί κανείς μέσα από τη φωτογράφιση ενός έργου σε όλη τη διάρκεια της δημιουργίας του όχι τόσο τα στάδια της εξέλιξης, όσο τις μεταμορφώσεις του. Θεωρούσε πως για έναν καλλιτέχνη το σπουδαίο είναι η ίδια η καλλιτεχνική πράξη, η κίνηση σε κάθε στιγμή μέσα στη δημιουργία, ανεξάρτητα και πέρα από την τελική μορφή του έργου. Ακόμη μιλούσε και για τις νέες μεταμορφωμένες εκδοχές σωμάτων που δημιουργούσε καθώς ζωγράφιζε, έλεγε ότι «προτίθεμαι να ονομάζω τις μεταμορφώσεις των μορφών καινούργια σώματα». Έτσι βλέπουμε να περνά η ζωγραφική από τον κόσμο της μίμησης, της απεικόνισης, στη μορφοποίηση νέων σωμάτων, πράγμα που είναι βασικό στοιχείο της καινούργιας αντίληψης στην απόδοση των μορφών μέσα στη μοντέρνα τέχνη. Η Ντόρα Μααρ, σύντροφος του Πικάσο από το 1936 είναι αυτή που παρακολούθησε και κατέγραψε με τις φωτογραφίες της όλα αυτά τα στάδια της δημιουργίας της Γκερνίκα.
Η Ντόρα Μααρ, καλλιτέχνης και η ίδια, υπερρεαλίστρια φωτογράφος, ρεπόρτερ και αργότερα ζωγράφος, γεννημένη στο Παρίσι από μητέρα Γαλλίδα και πατέρα αρχιτέκτονα κροατικής καταγωγής, ήταν από την αρχή δίπλα στον Πικάσο και οι φωτογραφίες της αποτελούν τη συγκλονιστική μαρτυρία της δημιουργίας της Γκερνίκα. Η Ντόρα Μααρ ήταν ταυτοχρόνως και το μοντέλο του Πικάσο που ενέπνευσε τις μορφές του, το πρόσωπό της είναι ταυτισμένο με τις τραγικές γυναικείες μορφές των έργων του στην περίοδο του ισπανικού Εμφυλίου και μετά του Πολέμου. Οι φωτογραφίες που έβγαλε ήταν πολλές, χωρίζονται όμως σε 8 βασικά στάδια. Όλη αυτή η εξέλιξη των φωτογραφιών έμεινε στην ιστορία της τέχνης ως το πρώτο ρεπορταζ στο μοντέρνο κίνημα , όπου βλέπει κανείς μέσα από την μεταμόρφωση του έργου και την μετατροπή της σκέψης του καλλιτέχνη – δημιουργού. Επειδή το έργο είχε μόνον τρία χρώματα, μαύρο, άσπρο και γκρίζο, οι φωτογραφίες της Ντόρα Μααρ βοηθούσαν τον Πικάσο για να παρακολουθεί καλύτερα την εξέλιξη σχημάτων και χρωμάτων.
Πρώτο στάδιο:΄Βλέπουμε το υψωμένο χέρι που αποτελεί τον κύριο κάθετο άξονα. Στην αρχική σκέψη επρόκειτο να κρατά το σφυροδρέπανο. Κάτω ένας ξαπλωμένος άντρας, που βλέπει προς τα αριστερά, κρατά ένα σπαθί. Στο κέντρο η μορφή μιας γυναίκας που κρατά μια λάμπα. Αριστερά η γυναίκα με το πεθαμένο παιδί. Η μορφή που δεσπόζει είναι ο ταύρος.
Ο ταύρος: Ο ταύρος είναι ένα σταθερό στοιχείο στο έργο του Πικάσο. Αργότερα μετατοπίστηκε σε παραπλήσια μορφή, στον Μινώταυρο. Στο παλιότερο χαρακτικό του 1935 την «Μινωταυρομαχία», (49,8 εκ. Χ 69,3 εκ.) ο Μινώταυρος είναι μια επιθετική μορφή που απειλεί και σπέρνει το φόβο. Προχωρά ενάντια στο σύμπλεγμα γυναίκα με πληγωμένο άλογο. Δύο γυναίκες με περιστέρια παρακολουθούν από το παράθυρο. Άντρας, φοβισμένος, ανεβαίνει τη σκάλα. Σε πολλά σχέδια του Πικάσο, βλέπουμε να έχει το ζώο αυτό μια καθαρά ερωτική μορφή και συμβολισμό. Ο ζωγράφος ταυτίζεται μαζί του σε πολλά έργα του. Αργότερα είπε χαρακτηριστικά : «Αν θα θέλαμε να σημειώσουμε σε ένα χαρτί όλα τα σημεία από τα οποία πέρασα και να τα ενώσουμε με μια γραμμή, μήπως θα βρίσκαμε μπρος μας ένα μινώταυρο;»
Τα σύμβολα του Πικάσο δεν μπορούμε κατά συνέπεια να τα δούμε μονοσήμαντα , έχουν διφορούμενη έννοια. Θα μπορούσε ο ταύρος να σημαίνει το Φράνκο και το τέρας του φασισμού. Όμως ο ίδιος ο Πικάσο είπε; «Ο ταύρος δεν είναι ο φασισμός, αλλά είναι η βιαιότητα και το σκοτάδι…το άλογο αναπαριστά το λαό… η Γκέρνικα είναι συμβολική….αλληγορική. Γι αυτό χρησιμοποιώ τον ταύρο, το άλογο κλπ. Αυτός ο πίνακας στοχεύει να εκφράσει συγκεκριμένα ένα πρόβλημα και τη λύση του και είναι αυτός ο λόγος που χρησιμοποίησα τον συμβολισμό».
Δεύτερο στάδιο: Εμφανίζεται στο κέντρο κοντά στο κάτω μέρος το άλογο, το κεφάλι του (λεπτομέρεια). Ο ζωγράφος ερευνά τις ανατομικές λεπτομέρειες στο κεφάλι του αλόγου. Θέλει να εκφράσει την οδύνη του ζώου.
«Αλογο και μητέρα με νεκρό παιδί» μολύβι σε χαρτί. Πρόκειται για ένα προκαταρκτικό σχέδιο των 8/5/1937. Το άλογο έχει γυρισμένο το κεφάλι προς τα κάτω, η γνάθος του δίνει την αίσθηση του θανάτου. Η γυναίκα με το νεκρό παιδί σφίγγει το κορμάκι με δύναμη στο στέρνο, το ταυτίζει με το δικό της σώμα.
Δεύτερο στάδιο, όλη η επιφάνεια. Το κάτω μέρος αρχίζει να μαυρίζει.. Το κεφάλι του αλόγου βρίσκεται στη μέση. Ο κάθετος άξονας με το μπράτσο δεν έχει σφυροδρέπανο, κρατάει στάχυα και έχει φόντο έναν ήλιο. Ο ζωγράφος κόβει χαρτιά εφημερίδων που κολλά στον καμβά, ώστε να ζωγραφίζει στα κενά που σχηματίζονται.
Τέταρτο στάδιο. Εξαφανίστηκε το μπράτσο. Δεν φαίνονται πια τα εκθαμβωτικά άσπρα. Έμεινε ο ήλιος. σαν μια σχισμή φωτός, σαν ένα μισανοιγμένο μάτι. Το άλογο ανέβηκε, ορθώθηκε στο κέντρο του πίνακα, στο φόντο διαγράφεται καθαρά το κεφάλι του, τα δόντια το αυτί. Το ζώο έχει πληγωθεί, πονά, αλλά δεν έχει πεθάνει, ξεφυσάει, παλεύει. Στο δεξί μέρος εμφανίζεται για πρώτη φορά η μορφή μιάς μαινάδας, που γεμάτη τρόμο βλέπει όσα συμβαίνουν και τρέχει για να σωθεί .
Εβδομο στάδιο. Η μαινάδα μεταμορφώθηκε σε ικέτιδα, που γεμάτη πόνο και οργή έχει στρέψει τα χέρια στον ουρανό
Η Ικέτιδα. Έργο των 18/12/37, γκουάς σε χαρτί. Έχουν γίνει πολλά σχέδια με αυτή τη μορφή. Το πρώτο έγινε με μορφή σχεδίου με ημερομηνία 27/5/1937, ήταν μια ανδρική μορφή με ριγωτή μπλούζα. Θεωρείται πως ο ζωγράφος δείχνει τον ίδιο του τον εαυτό, που προφανώς υποφέρει, πονά. Προτιμά φαίνεται στη συνέχεια να μετατρέψει τη μορφή σε γυναίκα. Ίσως έτσι θεωρεί πως γίνεται ο συμβολισμός πιο κατανοητός, είτε επιθυμεί με αυτό τον τρόπο να κρύψει τον εαυτό του.
Όγδοο στάδιο, τελευταίο. Το μαύρο φόντο έβγαλε έξω τις μορφές. Η πυραμιδωτή τοποθέτηση από κάτω προς τα πάνω δείχνει τη δύναμη της βιαιότητας.
Στα λευκά κενά φαίνονται ζωγραφισμένα τα αποκόμματα εφημερίδων.
Ο άνδρας στο πάτωμα βλέπει τώρα προς τα δεξιά, κρατά το σπασμένο σπαθί.
Ο ταύρος θυμίζει παλιότερο σχέδιο μινώταυρου με ανθρώπινο πρόσωπο. Η μορφή του δεν είναι άγρια όπως ο ταύρος του 36, μήπως ο ίδιος ο Πικάσο.
Η ικέτιδα, γυναικεία μορφή με τα χέρια που ικετεύουν, στραμμένα προς τον ουρανό.
Το ηλεκτρικό μάτι ψηλά αγρυπνά νύχτα μέρα, όπως ο Πικάσο που δουλεύει με λάμπες και προβολείς φωτογράφου μέσα στη νύχτα.
Γυναίκα με το νεκρό παιδί στην αγκαλιά, Η τριγωνική γλώσσα στον αέρα δείχνει τον έντονο πόνο της γυναίκας, όπως και του αλόγου.
Η παράταξη οριζοντίως και κατά σειρά όλων των μορφών επιτείνει τη μνημειακότητα του έργου.
Η Γυναίκα που κλαίει. Ζωγραφίστηκε στις 26/10/37, είναι λάδι σε μουσαμά. Πρόκειται για το πορτρέτο της Ντόρα Μααρ άο βρίσκεται στην Τέιτ Γκάλερι του Λονδίνου.Ο Πικάσο συνέχισε να ζωγραφίζει τη σφαγή της Γκερνίκα και μετά το τέλος της έκθεσης του Παρισιού. Έκανε συνολικά πολλά πορτρέτα της Ντόρα Μααρ ως γυναίκα που κλαίει. Χωρίσανε μετά το τέλος του Πολέμου. Βλέπουμε στο πορτρέτο την μετατόπιση των ματιών, την πλαστικότητα των δακρύων.
Ο Πικάσο μετατοπίζει τα μέλη του σώματος, φτιάχνει νέες μορφές. Όμως η εικόνα του ανθρώπου, του ζώου παραμένει και αποδίδεται μέσα από το αρχέτυπο, το φανταστικό, αυτό που ξεκινά από το βάθος της ψυχής και έχει να κάνει με το υποσυνείδητο. Ο Χέρμπερτ Ρήντ είχε πει όταν πρωτοαντίκρισε τη Γκερνίκα ότι τα σύμβολά της είναι «κοινά», και προσέθεσε: «Μόνον όταν το πιο κοινό κατέχεται από το πιο έντονο πάθος, μπορεί να γεννηθεί ένα μεγάλο έργο τέχνης, που να ξεπερνά τις σχολές και όλα τα είδη». Η αποτύπωση του υποσυνείδητου στην τέχνη είναι και η ουσία του υπερρεαλισμού. Ο Πικάσο είχε στενές σχέσεις με τους υπερρεαλιστές, τον Ελυάρ, τον Αραγκόν, που υπήρξαν φίλοι και συνομιλητές του κι ο ίδιος υπέγραφε τα μανιφέστα τους. Ο υπερρεαλισμός επιζητούσε από την ίδρυσή του την άμεση σχέση της κοινωνικής επανάστασης με την κοινωνική, οικονομική, την σεξουαλική απελευθέρωση του ανθρώπου. Κι ο συμβολισμός του Πικάσο είναι η αποτύπωση του υποσυνείδητου για το θάνατο, τη βία, τον πόνο της μάνας που κρατά το νεκρό παιδί της, τον πόνο του ανθρώπου και τον πόνο του ζώου. Είναι οικουμενικός ο Πικάσο κι η συγκίνησή του περιέχει την συγκίνηση μιας κοινωνίας ολόκληρης.