ΝΕΛΛΗ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ: Για τη φρίζα της Άννας Φιλίνη «Ταξίδι προς την Ελευθερία»
Με τη θάλασσα να λάμπει γύρω τους παρασέρνοντας τη φαντασία τους σε μακρινούς ορίζοντες, οι Έλληνες υπήρξαν ανέκαθεν ταξιδευτές και ποιητές. Η μοίρα κάποιων θέλησε να ταξιδέψουν τον 20ό αιώνα με ένα εγγλέζικο οπλιταγωγό, το ΜΑΤΑΡΟΑ, που νοίκιασε τις κρίσιμες μέρες του 1945 ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών φιλέλληνας Οκτάβιος Μερλιέ για να φυγαδεύσει μια ομάδα νεαρών ατόμων από την Ελλάδα προς τη Γαλλία. Το πλοίο αυτό συνδυάστηκε στη φαντασία της Άννας Φιλίνη με ένα άλλο πλοίο, με τον ΜΕΓΑΛΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ που άρχισε να υλοποιείται την ίδια εκείνη χρονιά μέσα στην ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, για να επιχειρήσουν και τα δύο, το καθένα με τον τρόπο του, να επιλύσουν πιεστικά προβλήματα του τόπου μας, ικανοποιώντας πανανθρώπινες επιθυμίες και προσφέροντας διέξοδο και ελπίδα στους τυχερούς τους επιβάτες. Και το μεν Ματαρόα επέτρεψε στους ταξιδιώτες του να ολοκληρωθούν σαν άτομα δημιουργώντας το έργο τους στην τροχιά της διεθνούς πολιτισμικής ανάπτυξης στο Παρίσι, την ώρα που ο Εμφύλιος κατασπάρασσε ανθρώπους και ταλέντα στην Ελλάδα, ο δε Μεγάλος Ανατολικός έγινε το όχημα της μακρόχρονης φαντασίωσης του Ανδρέα Εμπειρίκου για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα παραδοσιακά δεσμά και από τις στρεβλώσεις που τον καθηλώνουν και τον πνίγουν, απολήγοντας στον οραματισμό μιάς Παγκόσμιας Πολιτείας ψυχικής ενότητας όλων των εθνών, στην θρυλική ΟΚΤΑΝΑ, την πόλη που θα οικοδομηθεί, όπως διακηρύσσει ο ίδιος, στα υψίπεδα της Οικουμένης, για να υπάρξει επιτέλους παντού και πάντα εν ηδονή ζωή, δικαιοσύνη, αγάπη, και πάντα καλοσύνη.
Αν στην πρώτη ματιά μας ξενίζει η πληθωρική εξέλιξη γεγονότων στη φρίζα της Άννας Φιλίνη που εκτείνεται σε τέσσερα μεγάλα πανό, δεν θ’ αργήσουμε ωστόσο να ανακαλύψουμε την εικαστική αρματωσιά, τα τέσσερα ισχυρά σημεία του έργου γύρω από τα οποία αναπτύχθηκε η αφηγηματική επινόηση της αρχιτεκτόνισσας ζωγράφου: πρώτα βλέπουμε το ογκωδέστατο πλοίο, τον Μεγάλο Ανατολικό, να εγκαταλείπει σκηνές καταπίεσης και ματαιώσεων σ’ ένα ελληνικό λιμάνι και να ξανοίγεται στο πέλαγος του μέλλοντος, στον περίφημο πλού που εξασφάλισε σταδιακά την ευτυχία όλων των επιβαινόντων σε μια ερωτική απελευθέρωση του σώματος και της ψυχής τους – ακολουθεί ο πικασσικός σαλτιμπάγκος που επιτελεί ένα μεγάλο ρόδινο σάλτο πάνω σε μια σχεδία στον Σηκουάνα παρουσία εμβληματικών καλλιτεχνών του εικοστού αιώνα, Υπερρεαλιστών όπως ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Μπρετόν, ο Πικασσό με κάποια ποιήματα, η σύντροφός του Ντόρα Μαάρ αλλά κι ενός πολιτικού όπως ο Μπελογιάννης που τον βλέπουμε αιμόστικτο στη φωτογραφία με το γαρίφαλό του στο προσκήνιο του πίνακα, ανθρώπων που υπόσχονταν με τα λυτρωτικά μηνύματά τους μια ριζική αλλαγή της ζωής και της μοίρας των ανθρώπων – βλέπουμε τους εμπρηστικούς ουρανούς που φλέγονται παραπέρα πάνω από τα μνημεία της πανέμορφης Βενετίας, όπου έχουν συρρεύσει από παντού νεαρές υπάρξεις για ν’ απογειώσουν με μουσικές που διευθύνει ο Κλαούντιο Αμπάντο τις μνήμες της όποιας άνοιξης του ’68 – και τελικά εμφανίζεται το Ηρώδειο, όπου με μια απρόοπτη ανατροπή οι νύχτες που γοήτεψαν με τις καρδιές όλων μας με παραστάσεις όπως της Πίνα Μπάους απολήγουν στον Λούσιαν Φρόιντ να ζωγραφίζει σκεφτικός ολόσωμο γυμνό το γηραλέο του σώμα, δίπλα σ’ έναν απελπισμένο écorché vif που ξαναγίναμε πάλι, στα καλά καθούμενα, όλοι εμείς σήμερα σ’ αυτόν τον τόπο…
Η προβληματισμένη εξομολόγηση της Φιλίνη δεν γίνεται βέβαια στον παπά – ψιθυρίζεται στον ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο με τον οποίο επικοινωνεί φανερά ή υπόρρητα σε όλο το έργο, που με το ΑΜΑΝ της Οκτάνας κατέθεσε και αυτός στο απόγειο της ποίησής του την κραυγή του απελπισμένου ανθρώπου. Η όλη ανάπτυξη του θέματος στους τέσσερις πίνακες έχει γίνει με γοητευτική ευρηματικότητα και παρρησία.
(Απόσπασμα ομιλίας τον Δεκέμβριο του 2012 και άρθρου που δημοσιεύτηκε στην Αυγή, 20 Ιανουαρίου 2013).