Δεν τα μέτρησα αν είναι χίλια, όμως σίγουρα τα ζωγραφιστά λουλούδια του Θάνου Τσίγκου ανθίζουν και τώρα. Και μέσα σε ένα συχνά άχαρο και κακοτράχαλο σημερινό τοπίο, αυτά τα λουλούδια ξαφνικά βλέπουμε ότι συνεχίζουν να φεγγοβολούν με την ειλικρίνεια της ομορφιάς τους. Η έκθεση πολλών πινάκων…
ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΙΛΙΝΗ
Δεν τα μέτρησα αν είναι χίλια, όμως σίγουρα τα ζωγραφιστά λουλούδια του Θάνου Τσίγκου ανθίζουν και τώρα. Και μέσα σε ένα συχνά άχαρο και κακοτράχαλο σημερινό τοπίο, αυτά τα λουλούδια ξαφνικά βλέπουμε ότι συνεχίζουν να φεγγοβολούν με την ειλικρίνεια της ομορφιάς τους. Η έκθεση πολλών πινάκων με λάδια του Θάνου Τσίγκου – στο ισόγειο του Δημαρχείου της Ερμούπολης που βλέπει στην υπέροχη πλατεία, με τα παιδιά να τρέχουν πάνω στα λευκά μάρμαρα του αστραφτερού δαπέδου και τους εφήβους να τραγουδούν τα βράδια καθισμένοι αγκαλιαστά πάνω στη φαρδιά σκαλινάτα του Τσίλερ- αποτέλεσε ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός στην καρδιά του φετινού καυτού καλοκαιριού, καυτού από τις ακτίνες του ήλιου, καυτού κι από τις αγωνίες του πολιτικού θερμόμετρου. Δεν είδα να προβάλλεται όσο θα της έπρεπε η έκθεση ετούτη, όμως αυτό δεν αφαιρεί την σημασία από την ουσία της τέχνης που φέρει.
Δεν είναι τυχαίος ο συνειρμός με τη ρήση του Μάο «αφήστε χίλια λουλούδια να ανθίσουν», που αγαπήθηκε τόσο πολύ μέσα στο κίνημα του Μάη του ’68, ρήση που έχει δύο νοήματα ταυτόχρονα. Το ένα είναι το νόημα της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Το άλλο είναι η σημασία της δημιουργίας και της ανθοφορίας μέσα στην ανθρώπινη ζωή και στη φύση. Αν αυτές οι έννοιες φαντάζουν αυτονόητες όταν σχετίζονται με την τέχνη, τούτο όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητο ούτε για την τέχνη και βέβαια δεν περιορίζεται μόνο σε αυτήν, γιατί είναι φανερό πως παντού ο σκοταδισμός, οι περιορισμοί στη σκέψη, η απομόνωση μέσα στα τείχη, εμποδίζουν τη ζωή, την αναγέννηση, την αναπνοή την ίδια.
Ο Τσίγκος ( 1914-1965), που είδε με τα ίδια του τα μάτια τον πόλεμο, τον κίνδυνο της καταστροφής και του θανάτου, δημιούργησε τελικά με πάθος την τέχνη του, καταχτώντας ένα δικό του ζωγραφικό ιδίωμα και δημιούργησε ίσως τα ωραιότερα λουλούδια της νεοελληνικής ζωγραφικής. Τέλειωσε την Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ το 1936, πήρε μέρος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στο Κίνημα της Μέσης Ανατολής, πέρασε από στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά αφέθηκε ελεύθερος το 1946. Γύρισε στην Αθήνα, δούλεψε μετά στη Βραζιλία και το 1948 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Παρά το γεγονός ότι συμμετείχε έντονα στις εκεί καλλιτεχνικές ζυμώσεις, είχε ασυμβίβαστο χαρακτήρα και θεωρήθηκε για χρόνια ένας παραγκωνισμένος ζωγράφος. Γύρισε στην Ελλάδα το 1961, όπου πέθανε σε ηλικία 50χρονών, μετά από πολύ πιοτό και φυσική κατάρρευση.
Στην έκθεση της Ερμούπολης βλέπουμε πολλά από τα θαυμαστά του λουλούδια. Φτιαγμένα με λάδια πάνω σε μουσαμά, ξύλο ή χαρτόνι, έχουν δημιουργηθεί βγάζοντας απευθείας το χρώμα μέσα από το σωληνάριο, φτιάχνοντας έτσι πηχτές γραμμές ή πετώντας χοντρά κομμάτια λαδομπογιάς πάνω στην επιφάνεια/βάση του έργου. Αυτές τις πάστες χρωμάτων τις διαμοίραζε προσθέτοντας και αφαιρώντας με μαχαίρι κι άλλα εργαλεία, όπου όμως διαφαίνονται συχνά τα αποτυπώματα και τα ίδια του τα δάχτυλα. Προσέθετε καινούργιο χρώμα πάνω στην ήδη υπάρχουσα πάστα και δημιουργούσε έτσι ανάγλυφη ζωγραφική, με ιριδισμούς στην επιφάνεια και καινούργιες μίξεις. Γίνεται προφανές, αντικρίζοντας τα έργα του, ότι τα δούλευε με μια τεράστια ένταση όπου συμμετείχε όλη του η ύπαρξη. Η γυναίκα του έγραψε ότι τον έβλεπε να ζωγραφίζει πάνω στο πάτωμα δουλεύοντας ταυτοχρόνως περισσότερα έργα, ότι «ζωγράφιζε με όλο του το σώμα».
Η ζωγραφική χρησιμοποιώντας το ίδιο το σωληνάριο, οι ανάγλυφοι σχεδόν πίνακες, η συμμετοχή όλου του κορμιού στην καλλιτεχνική διαδικασία που συντελείται πάνω στο πάτωμα, είναι εικόνες που φέρνουν έντονα στο νου τον Τζάκσον Πόλλοκ, που την ίδια εποχή με τον Θάνο Τσίγκο -δεκαετία του ’50, αρχές του ’60- έφτιαχνε τα αφηρημένα ζωγραφικά έργα του στην Αμερική με την «δραστική» τέχνη του. Σίγουρα τα έργα αυτά έχουν άμεση σχέση με την αναζήτηση του υποσυνείδητου ως πηγή της έμπνευσής τους. Και μπορεί μεν να διαφέρουν από τα υπερρεαλιστικά ζωγραφικά έργα με τις ονειρικές απεικονίσεις, συμπίπτουν όμως άμεσα στην εξπρεσιονιστική τους αφήγηση -αφηρημένη στον Πόλλοκ, πιο εικονική στον Τσίγκο- με την επαναστατική «αυτόματη γραφή» του κινήματος του υπερρεαλισμού, και ανοίξανε έτσι νέα παράθυρα της τέχνης στην αναγνώριση των κρυφών δρόμων της ψυχής.
Ο Τσίγκος ακολούθησε έναν μοναχικό δρόμο σε συνθήκες όπου έκλεινε το μεσουράνημα της αφηρημένης τέχνης και ξεκινούσανε νέες αναζητήσεις στην κοινωνία και στην τέχνη με την άρτε πόβερα, την άμεση σωματική συμμετοχή του καλλιτέχνη στο έργο του, τους νέους σημειολογικούς συμβολισμούς. Ο ίδιος άφησε μια παρακαταθήκη ειλικρίνειας έκφρασης και ομορφιάς μαζί, που, μέσα σε περιόδους μεγάλων στροφών και νέων αναζητήσεων, απέδειξε πως η ζωγραφική του, με την ελευθερία, την αλήθεια και την επιμονή στη δική του προσωπική γραφή, είναι δυνατό και πάλι να ανθίζει.
Πηγή: Αυγή