Από την Άννα Φιλίνη
Η ετερότητα και οι αντιφάσεις υπάρχουν μέσα στο συνειδητό και πολύ περισσότερο μέσα στο ασυνείδητο των ανθρώπων. Τα τραύματα γεννούνε τις αντιφάσεις και τον πόνο, όμως τα τραύματα γεννούν και την τέχνη. Η γνώση των βιωμάτων ενός καλλιτέχνη βοηθά στην κατανόηση και την ερμηνεία της τέχνης του/της. Αλλά το πιο συναρπαστικό είναι το καταστάλαγμα της καλλιτεχνικής πράξης, το ίδιο το έργο. Οι Ήλιοι, οι έναστροι ή οι συννεφιασμένοι ουρανοί του Βαν Γκογκ, τα κίτρινα χωράφια του συγκλονίζουν, είτε ξέρεις, είτε δεν ξέρεις για την ταραγμένη ζωή του.
Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι στην εποχή του Μπαρόκ στον 17 ο αιώνα, μιλά έμμεσα για τα τραύματά της παρουσιάζοντας μύθους από την Βίβλο και την αρχαιότητα. Κόρη γνωστού ζωγράφου της Αναγέννησης, η Αρτεμισία έμεινε από παιδί ορφανή από μητέρα και έγινε γρήγορα φτασμένη ζωγράφος. Η ζωγραφική της σφραγίστηκε από το γεγονός ότι υπέστη βιασμό όταν ήταν έφηβη από τον δάσκαλό της, μαθητή του πατέρα της, τον οποίο οδήγησε σε δίκη, που τελικά κέρδισε. Φαίνεται όμως ότι οι αντιθέσεις της πηγάζανε από την παιδική ηλικία, όταν ο πατέρας την χρησιμοποιούσε ως μοντέλο του ενώ ήταν παρόντες και άλλοι φίλοι του ζωγράφοι. Είναι γνωστός ο πίνακάς της «Η Σουζάνα και οι γέροι» που δείχνει τον τρόμο της Σουζάνας καθώς την παρακολουθούν κρυφά την ώρα του λουτρού. Οι πιο γνωστοί πίνακες της Αρτεμισίας είναι αυτοί όπου, σε διάφορες εκδοχές, η Ιουδήθ σκοτώνει μέσα στη σκηνή του τον Ολοφέρνη σε συνεργασία με την πιστή της υπηρέτρια. Το θέμα έχει ζωγραφιστεί και από άλλους ζωγράφους, με πιο γνωστή την εκδοχή του Καραβάτζιο. Όμως η Αρτεμισία καινοτομεί ζωγραφίζοντας με ρεαλισμό την ίδια τη σκηνή της δολοφονίας και βάζοντας ως άμεσο συνεργάτη την δεύτερη γυναίκα.. Ταυτόχρονα η Αρτεμισία είναι εξαιρετική στην απόδοση της γλυκύτητας των γυναικείων χαρακτηριστικών στις προσωπογραφίες της, που είναι επίσης πολύ γνωστές, όπως η Λουκρητία, η Κλεοπάτρα, η Δανάη. Η Αρτεμισία κατάφερε, παρά τον διασυρμό της στην γνωστή δίκη, να επιβάλει την τέχνη της σε Ρώμη, Φλωρεντία, Βενετία, Νάπολη αλλά και στο Λονδίνο, όπου δούλεψε μαζί με τον πατέρα της στο τέλος της ζωής του. Οι μεταπτώσεις στην ψυχολογία της διαφαίνονται μέσα δύο αυτοπροσωπογραφίες της, αυτή στο απόγειο της επιτυχίας της και εκείνη αργότερα, όταν μεγάλη πια έχει συμφιλιωθεί με τον πατέρα.
Η Άννα Κινδύνη μέσα στη δεκαετία του ΄50 ζωγράφισε τα τραύματα της πατρίδας μας, τα δικά μας τραύματα. Η Κινδύνη, που γεννήθηκε στη Φώκαια της Μικράς Ασίας, δεν δείχνει ιστορίες του εαυτού της, αφηγείται συλλογικές ιστορίες . Ασχολείται με τη μορφή της μητέρας, ενώ η ίδια δεν υπήρξε μητέρα, με τα παιδιά, ενώ δεν έκανε δικά της παιδιά. Έζησε όμως άμεσα τρεις τραγωδίες της πατρίδας της, την Μικρασιατική καταστροφή, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, και αυτές περιγράφει. Το κάνει με έναν τρόπο έξω από τόπο και χρόνο. Γιατί μέσα στις αφηγήσεις της είναι όλοι οι πόλεμοι, όλες οι μανάδες, όλα τα παιδιά που κυνηγημένα, φοβούνται, πεινούν κάτω από βόμβες, προσφυγιά, εμφύλιους. Αυτά είναι τα δικά της παιδιά, τα δικά της τραύματα. Κατάφερε μέσα στην ίδια εικόνα να δείξει την αγάπη για το παιδί και το μίσος για τον πόλεμο. Το προσωπικό εκφράζεται ως δημόσιο. Τα χρώματά της είναι μαύρο και άσπρο, όπως τα εξπρεσιονιστικά σχέδια και χαρακτικά της Καίτε Κόβιτς. Οι φιγούρες της Κινδύνη είναι λιγότερο σκούρες, κινούνται πιο ονειρικά μέσα στο γκρι. Η πρώτη έκθεσή της έγινε στο Παρίσι, όπου κατέφυγε μαζί με τον άντρα της με το περίφημο «Ματαρόα».
Η Λουίζ Μπουρζουά, σπουδαία καλλιτέχνης μέσα στη σύγχρονη τέχνη, που γεννήθηκε στο Παρίσι, αλλά μετακόμισε με τον άντρα της στη Νέα Υόρκη πριν τον Β΄Πόλεμο, αναγνωρίστηκε διεθνώς μετά τη δεκαετία του ΄70. Συναρτά όλο της το έργο με τα βιώματά της από την παιδική ηλικία, που επιστρέφουν ξανά με νέες μορφές. Η οικογένειά της διατηρούσε επιχείρηση συντήρησης ταπισσερί, που στηρίζονταν στην εργασία της μητέρας. Όταν ο πατέρας έκανε σχέσεις μέσα στο σπίτι με την εγγλέζα γκουβερνάντα, η μικρή Λουίζ ένοιωσε έντονη προδοσία. Η τεράστια αράχνη από μέταλλο, το πιο εμβληματικό έργο της Μπουρζουά, συμβολίζει την λατρεία της στη μητρική μορφή, γιατί η αράχνη προστατεύει με τον ιστό της και τον ξαναϋφαίνει όπου αυτός κοπεί. Tο παλιό τραύμα επανέρχεται στη δεκαετία του ΄90 με την μορφή των «κελιών» που συμβολίζουν το παιδικό σπίτι. Πάνω από τη στέγη κρέμεται απειλητικά μια λαιμητόμος. Η ίδια εξηγεί ότι τα διαφορετικά κελιά της παριστάνουν τα διαφορετικά είδη πόνου: τον σωματικό, τον ψυχολογικό, τον πνευματικό.
Η Μπουρζουά είναι μεγάλη καλλιτέχνης της σύγχρονης εποχής, επί πλέον για το λόγο ότι, γνωρίζοντας άμεσα τον σουρεαλισμό, τον Φρόιντ, τον αμερικάνικο εξπρεσιονισμό, μπορεί και στηρίζει θεωρητικά την τέχνη της. Η ίδια λέει «η τέχνη είναι βίωμα, αναβίωση ενός τραύματος». Αντιμετωπίσει συχνά τα τραύματα, τους φόβους, τις επιθυμίες με τρόπους σωματικούς. Οι μορφές της είναι πολλές φορές διφορούμενες. Για το έργο της «Η Γυναίκα Μαχαίρι» εξηγεί πως «η γυναίκα γίνεται λάμα, βρίσκεται σε άμυνα, ταυτίζεται με το πέος για να προφυλαχθεί». Η Μπουρζουά κατέχοντας επίσης τη γεωμετρία, είναι σε θέση να εκφράσει τις λειτουργίες του νου και της ψυχής χρησιμοποιώντας γεωμετρικά σύμβολα.
(1) Βλ. «Γυναίκες στην πρωτοπορία της Τέχνης», Άννα Φιλίνη, 2012, εκδόσεις Γαβριηλίδης