Αρχικά ήταν ένα νέο ρεύμα αισιοδοξίας, που κυριαρχούσε μαζί με το κίνημα για τη νίκη του Βιετνάμ και παράλληλα με το ρεύμα της ποπ-άρτ στην τέχνη. H δικτατορία του 1967, που με βρήκε ενώ σπούδαζα αρχιτεκτονική στο Μιλάνο, έβαλε απότομα φρένο στην πορεία και τα σχέδια πολλών από μας. Όλη η σκέψη και η αγωνία συγκεντρώθηκε εκεί, η πολιτική δράση μπήκε στην πρώτη γραμμή. Όμως, συνέχιζα να ζωγραφίζω μέχρι που πήρα το δίπλωμά μου. Η ζωή κι η τέχνη έγινε ένα με τη ζωή, ήταν μια ταύτιση σώματος, ψυχής και νόησης. Ζωγραφίζω με το δάχτυλο πάνω σε ξύλο: τις φωνητικές χορδές στην κραυγή, τον αμφιβληστροειδή φακό, τον εγκέφαλο που εκρήγνυται όταν σπάει η γαλήνη. Το 1969 πάω στο Βερολίνο, δεν έχω δικό μου χώρο στην αρχή, μετά δεν έχω ούτε χρόνο, σταματώ να ζωγραφίζω.
Το 1980 μετά από 10 χρόνια διακοπής, μπαίνω ξανά στη ζωγραφική. Θέλω να κρατήσω μέσα στη δουλειά μου εικόνες από τη δεκαετία που πέρασε και από σκηνές της ζωής μας «δημοσίως». Στο στήσιμο του πίνακα και στη μορφή αναζητώ βοηθήματα από την Αναγέννηση, την γεωμετρία, την προοπτική, την μνημειακή ανάδειξη της εικόνας που θέλω να ενώσω με αισιόδοξα στοιχεία της ποπ-άρτ και με την ψυχανάλυση: Απεργοί πείνας στο χώρο του Πολυτεχνείου, το νέο αγόρι από τον Καραβάτζιο στη γενική συνέλευση εργατών αμαξωμάτων, η Αγορά της Αθήνας με τον τραγουδοποιό Σαββόπουλο και τον μπασκετμπολίστα Γιαννάκη το 1987, ο Βαν Γκογκ μαζί με τον Γκοτούζο και την Μαίρυλιν, Μνήμες από το 1950 μετά τον ελληνικό Εμφύλιο, Ανάμνηση από τη Λομβαρδία με τον Γκράμσι και τα νέα παιδιά μπρος από τις καινούργιες προκλήσεις της ιστορίας, «Εσπόλιο» στην κεντρική πλατεία της Αθήνας.