ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΙΛΙΝΗ ΣΤΗ ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ
«ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ»
Τα σχέδια του Ασαντούρ Μπαχαριάν και του Γιώργη Δήμου
με πορτρέτα αγωνιστών από το 1948
Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν και ο Γιώργης Δήμου, ζωγράφοι και χαράκτες, αναπτύξανε σημαντικό καλλιτεχνικό έργο παράλληλα με την ενεργή συμμετοχή τους καταρχήν στο κίνημα του ΕΑΜ., συνέχισαν να παράγουν ως καλλιτέχνες και στη διάρκεια της περιόδου του Εμφυλίου μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις. Συνέχισαν και αργότερα μέσα σε πιο ομαλές συνθήκες παρουσιάζοντας πλούσιο καλλιτεχνικό έργο: ο Μπαχαριάν ελεύθερος πια μετά το ΄60 στην Αθήνα και κυρίως με την «Ώρα», ο Δήμου αρχικά στη Βουδαπέστη και τη Ρουμανία και μετά το 1965 στην Αθήνα, όπου γύρισε ύστερα από παρέμβαση του Καπράλου. Σε αυτήν εδώ την εισήγηση δεν αναφέρομαι γενικά στο έργο τους, αλλά εστιάζω πάνω σε ένα θέμα που υπήρξε κοινό και στους δύο: την σχεδίαση πορτρέτων συντρόφων τους, που δημιουργήθηκαν μέσα στη δύσκολη χρονιά του 1948, όμως σε διαφορετικούς χώρους και συνθήκες.
Ο Ασαντούρ Μπαχαριάν, 1924-1990, αρμενικής καταγωγής, μετά τη συμμετοχή του στο ΕΑΜ και στις μάχες των Δεκεμβριανών στην Αθήνα, συνελήφθη το Δεκέμβρη του 1944 και έμεινε 16 χρόνια φυλακή μέχρι το 1960. Είναι γνωστά τα έργα που δημιούργησε με λάδι στην διάρκεια των χρόνων της φυλακισής του στη δεκαετία του ΄50, έργα, που μέσα από τα χρώματα και τις αδρές γραμμές δίνουν με ξεχωριστή μοντερνιστική έκφραση την ατμόσφαιρα του εγκλεισμού, πράγμα φαινομενικά παράξενο για έναν ζωγράφο που δεν είχε τη δυνατότητα-παρά μόνον μέσα από την αλληλογραφία με φίλους καλλιτέχνες- να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην τέχνη. Τα πορτρέτα του μέσα από τις φυλακές Αβέρωφ το 1948 που δείχνουμε εδώ, έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι είναι τα μοναδικά φτιαγμένα στη φυλακή κατά τη διάρκεια των χρόνων των εκτελέσεων. Σε ένα διαβάζουμε από κάτω ότι ο εικονιζόμενος εκτελέστηκε πριν το Πάσχα του 1948. Ο Μπαχαριάν, καταδικασμένος τότε ο ίδιος σε ισόβια, έφτιαξε, από ό,τι αντιλαμβανόμαστε κρυφά από τους δεσμοφύλακες και την διεύθυνση της φυλακής, τα πορτρέτα των καταδικασμένων σε θάνατο συντρόφων του. Στόχος ήταν να συγκεντρώσουν μαζί με μια ομάδα συγκρατουμένων στοιχεία για τα πρόσωπα των μελλοθανάτων προκειμένου να γίνει ειδική έκδοση και πλατιά καμπάνια έξω από την φυλακή για να σταματήσουν οι εκτελέσεις. Τελικά αυτή η έκδοση δεν έγινε, πολλά από τα σχέδια χάθηκαν στη διάρκεια των μεταγωγών, αρκετά διασώθηκαν σε μια βαλίτσα με διπλό πάτο μαζί με γράμματα εκτελεσμένων.
Για πρώτη φορά ο Μπαχαριάν μιλά ανοιχτά για αυτά τα σχέδια το 1987 στον Ταχυδρόμο, που δημοσιεύει πολλά από αυτά και αναλαμβάνει να κάνει ειδική έκδοση. Όμως ούτε αυτή πραγματοποιείται. Μέσα από τη συνέντευξή του αυτή προς την Αθηνά Ραπίτου βγαίνουν τα συναισθήματά του καθώς σχεδίαζε: «Δεν υπάρχει πιο πικρή, πιο αδυσώπητη μοναξιά, από αυτό τον μικρό σωρό ρούχων του εκτελεσμένου συντρόφου, μπροστά στην πόρτα της φυλακής…Και συ να τον σχεδιάζεις, λίγες μέρες πριν, καταγράφοντας και την πιο μικρή λεπτομέρεια, ώστε να του μοιάσει…». Αλλού μιλά για τις μνήμες του: «Προσπαθώ να θυμηθώ τα ονόματα και το μόνο που ξεπροβάλλει μπροστά μου είναι τα πρόσωπά τους. Γλυκά , αποφασισμένα, όμορφα, γιατί τότε η ζωή μετριόταν αλλιώς…». Ένα απόγευμα, μόλις είχε προλάβει να τελειώσει να ζωγραφίζει το πορτρέτο κάποιου συντρόφου του κι αφού χτύπησε το καμπανάκι της καταμέτρησης, το ίδιο βράδυ τον πήρανε στην απομόνωση. Τότε ο Μπαχαριάν εξομολογείται: «Δεκαπέντε μέρες έκανα να πιάσω χαρτί και μολύβι».
Μέσα από αυτές τις περιγραφές συναισθημάτων, αντιλαμβανόμαστε και τις ιδιαιτερότητες στη δουλειά του ζωγράφου. Το έργο γινόταν με μορφή σκίτσου, που έπρεπε να σχεδιαστεί γρήγορα και με προφυλάξεις. Ταυτόχρονα η προσπάθεια επικεντρωνόταν στην ανάγκη να σχεδιάζει με λεπτομέρειες το κάθε πρόσωπο για να μοιάζει στον άνθρωπο όσο το δυνατόν περισσότερο. Επιβεβαιώνεται από τα λόγια του ότι τελικά στη μνήμη παραμένουν ανεξίτηλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου, η έκφραση του μοντέλου αλλά και τα συναισθήματα που αυτό γεννά στο ζωγράφο. Βλέποντας σήμερα τα ίδια τα έργα, αναγνωρίζουμε μιαν αμεσότητα και ιδιαιτερότητα σε ύφος και γραφή. Τα πορτρέτα του 1948 είναι μαυρόασπρα με πενάκι και με κοφτές λεπτές γραμμές, που δίνουν εντελώς λιτά αλλά με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Δίνουν, το σοβαρό, σκεπτικό, αποφασισμένο ύφος του εικονιζόμενου αλλά και το γλυκύ, βαθιά ανθρώπινο βλέμμα των ανθρώπων που, καταδικασμένοι για τις ιδέες τους, πηγαίνανε στο θάνατο. Τελικά οι κοφτές γραμμές του Μπαχαριάν εκφράζουν με μοναδικό τρόπο την τραγικότητα των προσώπων που ζωγράφιζε, αλλά και δηλώνουν την μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση του ζωγράφου. Η μαθητεία του Μπαχαριάν στην ΑΣΚΤ με τους Μπισκίνη και Ο. Αργυρό, η γνώση του της χαρακτικής, της τέχνης της λιθογραφίας και η γενικότερη εμπειρία του από νωρίς στις γραφικές τέχνες, είχανε την επίδρασή τους στην δουλειά του, ακόμη και κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες άσκησης της τέχνης του.- Τα σχέδια μετά από δωρεά της Χριστίνας Μπαχαριάν ανήκουν σήμερα στο ΜΙΕΤ.
Τα πορτρέτα του Γιώργη Δήμου έγιναν το 1948 δίπλα στα πεδία των πολεμικών μαχών, . Ο ίδιος γεννήθηκε στο Κάιρο το 1911, ήρθε στην Αθήνα και γράφτηκε στην ΑΣΚΤ το 1930, όπου φοίτησε στο εργαστήριο του Παρθένη και μετά το 1932 στο εργαστήρι του Κεφαλληνού. Στη διάρκεια της Κατοχής οργανώθηκε στο ΕΑΜ, όπου έγινε γραμματέας στην οργάνωση καλλιτεχνών, το 1943 ανέβηκε στο βουνό με τον ΕΛΑΣ, όπου διαμορφώνει σε χαρακτικό τη σφραγίδα της ΠΕΕΑ και άλλα. Μετά την απελευθέρωση και μετά από αρκετά ταξίδια στην Αίγυπτο, πέρασε τον Ιούνιο του 1948 μέσω Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας στην Ελεύθερη Ελλάδα, όπου ζωγράφισε πολλά πορτρέτα μαχητών και μαχητριών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Στόχος της δημιουργίας αυτών των σχεδίων ήταν να δημοσιευτούν και να κυκλοφορήσουν πλατιά, ώστε να δημιουργηθεί θετικό κλίμα υπέρ του Δημοκρατικού Στρατού. Ούτε αυτή η έκδοση στάθηκε τελικά δυνατό να πραγματοποιηθεί. Τα σχέδια παραδόθηκαν, μαζί με άλλα έργα του Δήμου, πριν μερικά χρόνια στα ΑΣΚΙ, στα οποία ανήκουν.
Βλέποντας σήμερα πια τα καθαρά σχεδιασμένα πορτρέτα με μολύβι, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτά δημιουργήθηκαν σε ελεύθερο χώρο, όχι σε χώρο εγκλεισμού, ούτε κάτω από μεγάλη πίεση χρόνου. Είχε σίγουρα επίπτωση στα πρόσωπα η ατμόσφαιρα ελευθερίας στο βουνό, η συλλογική ζωή και το αγωνιστικό αίσθημα των μαχητών. Ο Γιώργης Δήμου αφέθηκε ζωγραφίζοντας τα πορτρέτα του στην ομορφιά των προσώπων, που απέπνεε η αυτοθυσία αυτών των αντρών και γυναικών- πολλοί από αυτούς και αυτές είναι προφανές πως ήσαν αγροτόπαιδα-, τα νιάτα τους και το αγωνιστικό κλίμα που ζούσαν. Η σταθερή και συνεχής γραμμή των περιγραμμάτων του Γιώργη Δήμου αναδεικνύει την συναίσθηση της ευθύνης και του καθήκοντος των ανθρώπων αυτών, την υπερηφάνεια τους για το ότι φορούν τη στολή του μαχητή ή της μαχήτριας.
Ταυτόχρονα όμως μέσα στα βλέμματα των προσώπων διαφαίνονται οι διπλές σκέψεις ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, ανάμεσα στη σιγουριά και την ανασφάλεια. Αυτή η αντίφαση υποθέτουμε πως επηρεάζει και τον ζωγράφο Τα πορτρέτα αυτά γίνονται σε περίοδο που βρίσκεται σε αντεπίθεση ο Δημοκρατικός Στρατός, είναι η ίδια περίοδος που ο Γιώργος Σεβαστίκογλου μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία κινηματογραφούν με εντολή του Κόμματος δίπλα στον ΔΣΕ. Όμως αντικειμενικά η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική από τότε που η επιλεγμένη ομάδα καλλιτεχνών του ΕΑΜ με τους Μεγαλίδη, Σεμερτζίδη, Λυδάκη, τον ίδιο τον Δήμου, τον Μελετζή, ζωγράφιζε και φωτογράφιζε στην Κατοχή τα πορτρέτα των αγωνιστών του ΕΛΑΣ. Είναι χαρακτηριστικός ο ενθουσιασμός που διακρίνουμε σε εξομολογήσεις του Σεμερτζίδη,όταν ζωγράφιζε το 1944 τις συνεδριάσεις του Εθνικού Συμβουλίου, τη Μάχη της Σοδιάς καιι την νέα κοινωνία που αναπτύσσονταν στο βουνό. Αυτή η κατάσταση ενθουσιασμού μέσα στις συνθήκες του Εμφυλίου δεν υπήρχε και η αυξανόμενη πολιτική απομόνωση μαζί με την τρομοκρατία και τις εκτελέσεις βάρυνε όλους. Ο Γιώργης Δήμου ήταν ο μόνος που ανέβηκε στο βουνό και ζωγράφισε τους μαχητές και μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού. Πίσω από κάθε πορτρέτο σημείωνε την ηλικία του, τη μεραρχία του και τις περισσότερες φορές συμπλήρωνε τις σημειώσεις του με την χρονολογία της κατάταξης στο ΔΣΕ και με τις μάχες όπου είχε συμμετάσχει ο εικονιζόμενος. Ιδιαίτερα η ομορφιά των νέων κοριτσιών- μαχητριών έχει αποδοθεί με την γραφίδα του στο έπακρο.
Η καλλιτεχνική παιδεία, εμπειρία και γνώση καθώς και η ψυχολογική και ιδεολογική συγκρότηση του ζωγράφου παραμένουν σταθερές μέσα σε όλες τις δύσκολες καταστάσεις, ακόμη και αν επηρεάζονται καταιγιστικά από αυτές. Τελικά πάντα μέσα σε ένα πορτρέτο περνά περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά η σχέση του καλλιτέχνη με το μοντέλο του. Μέσα στις διαφορετικές περιόδους της ιστορίας της τέχνης η σχέση αυτή εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους, όμως συνεχίζει να υπάρχει και να εκφράζεται πάντα, άμεσα ή έμμεσα.
Τα σχέδια του Μπαχαριάν έχουν όλα παρουσιαστεί σε έκθεση του ΜΙΕΤ το Δεκέμβρη 2002 και τα σχέδια του Δήμου σε άλλη έκθεση του ΜΙΕΤ το 2004. Ευχαριστώ το ΜΙΕΤ και τα ΑΣΚΙ που μου εμπιστευθήκανε τις φωτογραφίες από τα σχέδια. Ευχαριστώ τον Διονύση Καψάλη και τον Βαγγέλη Καραμανωλάκη και τους συνεργάτες τους για την πολύτιμη συνεργασία και την βοήθειά τους. Ευχαριστώ την Χριστίνα Μπαχαριάν για την βοήθεια, τις συμβουλές και την αγάπη της. Ευχαριστώ τέλος το ΕΕΤΕ που έδωσε την ευκαιρία να παρουσιαστούν αυτά τα σημαντικά και μοναδικά έργα στην Διημερίδα αυτή.