Οι πίνακες του Ιερώνυμου Μπος κατατάσσονται στη θρησκευτική θεματολογία, όμως ξεφεύγουν απολύτως από τις συνηθισμένες απεικονίσεις, τόσο εξ αιτίας των φανταστικών μορφών του, όσο και του ιδιαίτερου τρόπου της ζωγραφικής του. Γεννημένος το 1450 στο Hertogenbosch της Ολλανδίας, βρέθηκε ακριβώς στο πέρασμα των εποχών από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Οι εικόνες του είναι γεμάτες από τα σύμβολα και τις μεσαιωνικές εξιστορήσεις που συνήθιζαν να καλλιεργούν τον φόβο των πιστών απέναντι στους ισχυρούς, παρουσιάζονται όμως με σάτιρα, φαντασία και ομορφιά, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί σε αυτές το φως και η αισιοδοξία της νέας εποχής που ανατέλλει. Ίσως ακριβώς επειδή η νέα εποχή αναδύονταν ενόσω ακόμη ήταν νωπές οι εικόνες από το βαθύ μεσαιωνικό ύπνο, στάθηκε δυνατό να παρουσιάζει στη ζωγραφική του με ευχάριστη απόσταση και κωμικές διαστάσεις την περιγραφή της τρομερής τιμωρίας της αμαρτίας και να φαίνονται αμέριμνες οι απολαύσεις των ερωτικών συνευρέσεων. Και ίσως για τον ίδιο λόγο είχε τελικά η γλώσσα της τέχνης του μια διαχρονικότητα, μια οικουμενικότητα γεμάτη από εκείνη τη μορφή ελευθερίας που την κάνει αντιληπτή και στη δική μας εποχή.
Σύμφωνα με τον ιστορικό και κριτικό Χέρμπερτ Ρηντ οι συμβολισμοί αυτοί του Μπος στην εποχή του «δεν αποτελούσαν αινίγματα, αλλά κάτι σαν βιβλία με εικόνες που μπορούσε κανείς να διαβάσει και να καταλάβει». Όταν χάθηκε η παράδοση που έδινε τη δυνατότητα κατανόησης της γλώσσας αυτών των συμβόλων, πρόκυψε η ανάγκη της εξήγησής τους χρησιμοποιώντας συχνά την ερμηνευτική των ονείρων κάτω από την επίδραση της ψυχανάλυσης. Το «γλωσσάρι» που έδωσε ο ίδιος ο ζωγράφος στον γνωστό πίνακά του με «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα» και τις ποινές τους, είναι δρόμος παράλληλος με την πορεία του υποσυνείδητου του μοντέρνου και σύγχρονου ανθρώπου μπροστά στις ηδονές, στην αμαρτία και στην κόλαση. Ο Μπος περισσότερο από κάθε άλλον ζωγράφο περιέγραψε με την φαντασία του παράξενα κτίσματα, επινόησε διαβολικά όντα και σκοτεινά τοπία της Κόλασης. Οι απεικονίσεις του στηρίχτηκαν στις διηγήσεις, που μέσα στον Μεσαίωνα κυκλοφορούσαν σε βιβλίο, σχετικά με τον Ιρλανδό ιππότη Τόντολο, που επισκέφθηκε την Κόλαση και την περιέγραψε μετά την επιστροφή του στους ζωντανούς.
Μεγάλη σημασία στην τέχνη του Μπος έχει η αντιστοιχία της ζωγραφικής με τις επινοήσεις της φαντασίας του. Χρησιμοποιεί από τη μια μεριά μιαν οπτική που βλέπει τον κόσμο από ψηλά, σαν από αερόστατο ή αεροπλάνο, κι από την άλλη η οπτική του πλησιάζει το έδαφος, από όπου ζωγραφίζει τα όντα του από κοντά με θαυμαστή λεπτομέρεια. Βλέπουμε σε αυτόν περιγραφές της καθημερινής ζωής των χωρικών που προαναγγέλλουν εικόνες που λίγες δεκαετίες αργότερα αναπτύσσονται σε μεγάλες διαστάσεις από τον φλαμανδό Μπρύγκελ. Κοινά στοιχεία βλέπουμε και στην απεικόνιση των προσώπων. Πορτρέτα περίεργων ή βασανισμένων ανθρώπων παρουσιάζονται με ακόμη μεγαλύτερη εκφραστικότητα στην τελευταία φάση της ζωγραφικής του Μπος, όταν ζωγράφισε στρατιώτες και εγκληματίες καθώς οδηγούν τον Χριστό στη Σταύρωση. Οι πολύχρωμες και ευκίνητες πινελιές στις μικρές φιγούρες του επηρέασαν γενικότερα την ζωγραφική της Αναγέννησης στις Κάτω Χώρες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα ,έναν αιώνα αργότερα, τις πολυάριθμες κινούμενες μορφές πάνω στα λευκά χιονισμένα τοπία του Ολλανδού Άβερμκαμπ.
Στα τρία πολύ γνωστά τρίπτυχα «Το κάρο με το άχυρο», «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων» και «Η Δευτέρα Παρουσία» ο Μπος τοποθετεί στα αριστερά και δεξιά φύλλα αντίστοιχα τον Παράδεισο και την Κόλαση, στην οποία συγκεντρώνει και την κύρια προσοχή του. Στο μεσαίο φύλλο παρουσιάζει το κεντρικό θέμα κάθε τριπτύχου, όπου κυριαρχεί με διαφορετική κάθε φορά οπτική, η επίγεια ζωή των ανθρώπων.
Το «Κάρο με το άχυρο» – βρίσκεται στο Πράντο – έχει στο κέντρο του το κάρο της ζωής, που, ξεχειλισμένο από κίτρινα άχυρα, σέρνεται από φτωχούς χωριάτες, ενώ αυτοί τσακώνονται για το ποιος θα πρωτοαρπάξει κομμάτι από το πολύτιμο φορτίο. Πίσω του ακολουθούν πάνω στα άλογά τους οι πλούσιοι της εξουσίας, βασιλιάδες και επίσκοποι. Ανάμεσα στην πολύχρωμη συνοδεία του κάρου πορεύονται και περίεργα ψάρια και μικρά τέρατα. Το δεξιό φύλλο του τρίπτυχου δείχνει «Τα κτίσματα της Κόλασης». Εδώ υψώνεται ο πύργος της Κόλασης, καθώς εργάτες ανεξαρτήτως φυλής, μαύροι και λευκοί, τον κτίζουν με κοινά οικοδομικά υλικά, τούβλα και λάσπη, που ανεβάζουν με τη βοήθεια ανυψωτικού μηχανήματος, όπως σε κάθε πολυώροφη οικοδομή. Η Κόλαση κτίζεται λοιπόν «ανεπαισθήτως» από καθημερινούς ανθρώπους, που ανεβάζουν σταθερά και ανυποψίαστα τα τρομερά τείχη του εγκλεισμού. Στο βάθος μέσα σε φλεγόμενους ουρανούς και μαύρα κτήρια διάβολοι σιγοψήνουν τους αμαρτωλούς Στο κάτω μέρος του πίνακα διαβολικές μορφές σπρώχνουν τους αμαρτωλούς προς την είσοδο του πύργου. Πάνω από τη γέφυρα περνά ένας γυμνός στρατιώτης με κράνος, μάλλον ο Ιρλανδός ιππότης Τόντολο. Παρότι διάτρητος στο στήθος από ένα αιχμηρό κοντάρι, προχωρεί καβάλα πάνω σε ένα βόδι, βαστώντας γερά στο χέρι το ασημένιο δισκοπότηρο.
Το τρίπτυχο «Ο κήπος των γήινων απολαύσεων» – και αυτό στο Πράντο – είναι γεμάτο από απολαύσεις με τον έρωτα, τη φύση, τα φυτά και τα ζώα, τις γεύσεις, τις περίεργες γαλαζιοπράσινες κατασκευές, τις σφαίρες – διάφανες και μη – όπου μέσα χαίρονται οι ερωτευμένοι όλων των φυλών. Η Κόλαση στο δεξιό φύλλο είναι μια εντελώς ιδιαίτερη, μια «Μουσική Κόλαση». Στο πάνω μέρος της βρίσκουμε πάλι τους φλεγόμενους ουρανούς. Παρακάτω πάνω σε σκούρο φόντο κινούνται με ψυχρά χρώματα ροζ και γαλάζια οι αμαρτωλοί ανάμεσα σε ζώα, πουλιά, διάφορα υβρίδια. Όμως τα βασανιστήρια συντελούνται μέσω των μουσικών οργάνων, την άρπα, το λαούτο, το ταμπούρλο, την τρομπέτα, το κλαρίνο, που τιμωρούν για το σαρκικό αμάρτημα. Πως μπορεί όμως η μουσική να γίνεται τιμωρία και τα μουσικά όργανα να μετατρέπονται σε όργανα βασανιστηρίων; Μήπως η τιμωρία έγινε ηδονή; Ή μήπως η Κόλαση, είναι ένας Παράδεισος; Με τη μορφή ενός μεγάλου πουλιού κάθεται στο κέντρο ο σατανάς που καταβροχθίζει ανθρώπους. Τους αφοδεύει στη συνέχεια μέσα σε διάφανη φούσκα. Στο κάτω μέρος του πίνακα ένας αμαρτωλός υπογράφει συμφωνία με το διάβολο, που έχει μορφή γουρουνιού με βέλο μοναχής στο κεφάλι. Τέλος, στη μέση όλων παρακολουθεί ένα μεγάλο ανθρώπινο πρόσωπο, που μάλλον είναι η αυτοπροσωπογραφία του Μπος.
Το τρίπτυχο της «Δευτέρας Παρουσίας» βρίσκεται στο Μουσείο Τεχνών της Ακαδημίας της Βιέννης. Στο κεντρικό φύλλο απεικονίζονται οι τιμωρίες των αμαρτωλών μετά τη Θεία Δίκη. Ο ζωγράφος δεν ξεχωρίζει σε αμαρτωλούς και ενάρετους, θέτει όλους λίγο πολύ στην ίδια μοίρα και περιγράφει τις τιμωρίες τους σε αντιστοιχία με τον παλαιότερο πίνακά του με τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα και τις τιμωρίες τους. Όλες οι ποινές είναι σωματικές, εξαιρετικά επώδυνες και μερικές φορές αηδιαστικές, εξ άλλου ο εμετός συναντάται συχνά στις εικόνες του. Όμως η απόδοση των συμβάντων γίνεται με χάρη, είναι διασκεδαστική, λες και διακωμωδείται ο πόνος και μέσα από τη διακωμώδηση αυτή εξευτελίζεται και η ίδια η αμαρτία. Ο Θυμός τιμωρείται με ράβδους που διαπερνούν το σώμα, η Βουλιμία με ακατάσχετη τροφοδοσία ποτού από τους διαβόλους, όπου το υγρό είναι κάτουρο που μεταγγίζεται σε βαρέλι από το πέος ενός φυλακισμένου. Η Τεμπελιά τιμωρείται με φωτιά πάνω στο κορμί, η Τσιγγουνιά με καυτό λάδι στο τηγάνι. Τα ζώα που κατασπαράσσουν είναι η τιμωρία για το Φθόνο. Η Λαγνεία τιμωρείται με ζώα που ανεβαίνουν στο κρεβάτι. Ένας δράκος τιμωρεί τη Φιλαρέσκεια μιας όμορφης γυμνής γυναίκας. Ο πίνακας κυριαρχείται από υβριδικά όντα με ανθρώπινο σώμα και κεφάλι ζώου ή πουλιού ή με τερατόμορφα άκρα. ‘Όμως, δεν γεννούν αποστροφή και φαίνονται οικεία.
Ιδιαίτερη σημασία στο τρίπτυχο της Δευτέρας Παρουσίας έχει η απεικόνιση της Κόλασης στο δεξιό φύλλο με τον διάβολο και άλλα τρομακτικά όντα. Εδώ ο Μπος απεικονίζει πλοία με ψηλά κατάρτια που αρμενίζουν πάνω στα μαύρα νερά , όπως η βάρκα του Χάροντα κυλά προς τον Άδη. Φαίνεται να γοητεύεται ο ζωγράφος από αυτή την εικόνα, που βλέπουμε ήδη σε ένα σχέδιό του στο ίδιο μουσείο της Βιέννης, όπου το κατάρτι ενός καραβιού βγαίνει μέσα από το κεφάλι ενός υβριδίου, που προχωρά αμέριμνο μέσα στο νερό. Το τρελλό καράβι βαδίζει στο άγνωστο. Αντιστοιχεί με το «Πλοίο των τρελλών» του Μπος στο Λούβρο, ένα πλοίο αμέριμνης ευθυμίας και ελευθερίας.
ΑΝΝΑ ΦΙΛΙΝΗ, Ιούλιος 2017