Ο Χρόνης Μπότσογλου, όπως έλεγε ο ίδιος αποφάσισε να γίνει ζωγράφος στα 5 του χρόνια. Και πραγματικά όλη του η ζωή προχώρησε μαζί με τη ζωγραφική και μαζί με αυτήν αναπτύχθηκε και όλη του η σκέψη. Παιδί γονιών από την Ανατολική Θράκη, μας είπε πως είδε τη συνείδησή του να συγκλονίζεται όταν έμαθε από τον πατέρα του για τις άδικες διώξεις απέναντι στον αριστερό θείο του, ότι αυτό το βίωμα έμενε πάντα σταθερά στη μνήμη του. Στις συνεντεύξεις και στα βίντεο που γυρίστηκαν γι’ αυτόν, τον ακούμε να λέει «εγώ πάντα αριστερός ήμουν». Με τη μαθητεία του στον Μόραλη στην ΑΣΚΤ και μετά στη Beaux Arts στο Παρίσι, η ζωγραφική του έγινε ένα με τη ζωή του. Υπήρξε θαρραλέος καλλιτέχνης ήδη από τα πρώτα του βήματα στην έκθεση με τους Νέους Έλληνες Ρεαλιστές στην Αθήνα το 1972 μαζί με τους Γιάννη Ψυχοπαίδη, Γιάννη Βαλαβανίδη, Κυριάκο Κατζουράκη, Κλεοπάτρα Δίγκα. Συνέχισε αναζητώντας με ειλικρίνεια τη δική του εξπρεσιονιστική έκφραση και προχωρώντας σε νέους πειραματισμούς. Ως καθηγητής στην ΑΣΚΤ (1989-2008) και μετά ως πρύτανης ήθελε να μεταδώσει στους μαθητές του αυτή του την αλήθεια για τη ζωή και την τέχνη. Τόνιζε ότι «ο δάσκαλος δίνει την ηθική συνείδηση», γιατί διαφορετικά ο καθένας θα οδηγούνταν στις αντιγραφές. Πιστεύω, πως μας θύμιζε έτσι τον κίνδυνο να συνθλίβεται μέσα στο σύγχρονο κόσμο η ανθρώπινη βούληση και η τέχνη, χωρίς να κατανοεί κανείς πραγματικά τα συμβάντα και χωρίς να έχει περπατήσει ποτέ τον δικό του δρόμο.
Η ζωγραφική του Χρόνη Μπότσογλου κινήθηκε παράλληλα με τη ζωή και τα βιώματά του. Είπε πως όταν αισθάνθηκε πως δεν είχε μάθει πώς να ζωγραφίζει το ανθρώπινο σώμα, αποφάσισε ότι θα προχωρούσε τη δουλειά του αναζητώντας κάθε φορά να βρει τη γνώση. Βάζοντας στο τελάρο τους πειραματισμούς με το δικό του γυμνό σώμα, έδωσε στους πίνακές του τη φωνή του ανθρώπου, καθώς στέκει εκεί μόνος στη μέση, γονατιστός είτε όρθιος. Έκανε μια μεγάλη σειρά έργων με τη γερασμένη μορφή της μητέρας του στη διάρκεια της μοναξιάς της όλα τα χρόνια, που εκείνη ήταν άρρωστη και εκείνος την επισκέπτονταν και καθόταν στο πλάι της. Τα πρόσωπα που έφτιαχνε, ήταν δουλεμένα έτσι, ώστε να φαίνεται η πραγματική τους ανθρώπινη υπόσταση, τον ενδιέφερε το ίδιο το πρόσωπο του πορτρέτου κι όχι μια απλή ομοιότητα. Η αναζήτηση της πραγματικότητας μέσα στην ανθρωποκεντρική κυρίως τέχνη του ήταν σταθερό χαρακτηριστικό της μορφής της δουλειάς του, που εκφραζόταν μέσα στην ίδια την διαδικασία της ζωγραφικής πράξης, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο μέσα στην κάθε διαφορετική ενότητα έργων του. Αυτό το χαρακτηριστικό ισχύει μέσα σε όλες τις σειρές των έργων που έφτιαξε: τη φρίζα του ήδη από το 1972, τη σειρά των 45 επαγγελμάτων, τη συγκλονιστική σειρά με τη Μάνα του, τη Νέκυια με τα πορτρέτα όλων των αγαπημένων του που έφυγαν, τα Ερωτικά του. Στο τέλος πια έκανε τη σειρά με τα τοπία του από τη Μυτιλήνη, έργα φτιαγμένα με συγκίνηση καθώς έβλεπε το αγαπημένο του Βουνό αντίκρυ από το Πετρί.
Θέλω να θυμίσω εδώ και τα έργα που έκανε ο Χρόνης στην εποχή αμέσως μετά την πτώση της Χούντας στη Μεταπολίτευση, τότε γνώρισα τον ίδιο και πρωτοπλησίασα την τέχνη του. Ήταν τα σχέδιά του σε χαρτί με διαδηλωτές και οικοδόμους, που ορισμένα είδαμε τυπωμένα στην εφημερίδα μας «Λαϊκοί Αγώνες» το 1974 και 1975 και μερικά άλλα παρουσιάστηκαν πολύ αργότερα στην έκθεση του Χρόνη στο ΕΜΣΤ. Ήταν όμως και οι μεγάλες μορφές, εκφραστικές αλλά ποτέ πομπώδεις, ζωγραφισμένες πάνω σε χοντρά λευκά ύφάσματα, που αποτέλεσαν τα πανό για τις πορείες μας στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια. Ήταν έργα συνδεδεμένα πιό άμεσα με την πολιτική συνείδηση αλλά και με την πολιτική δράση. Ήταν μια τέχνη στρατευμένη, εμπνευσμένη κυρίως από τους αγώνες που οδήγησαν στην πτώση της Χούντας, γεμάτη ελπίδες για το μέλλον και που δεν πήγαζε ούτε απευθύνονταν σε στενά κομματικά πλαίσια. Τα πρόσωπα είχαν καθαρές γραμμές και απλότητα δίχως φωτοσκιάσεις, δεν είχαν τον στόμφο μιας τέχνης με την προπαγανδιστική πρόθεση ενός σοσιαλιστικού ρεαλισμού, κάτι που θα ήταν έξω από την παιδεία και το ύφος του Χρόνη. Η σκέψη του ήταν ιδιαίτερη, δημιουργική και με αμεσότητα, όπως και η τέχνη του. Ξεπερνούσε τότε δικές μας αγκυλώσεις και ήθελε να βλέπει το κύριο, να ξεχωρίζει μέσα στο σύνολο τη γραμμή και να αγγίζει με αγάπη το χρώμα του πάνω στο πιο αιχμηρό σημείο.
Κλείνοντας αυτό το σημείωμα, θέλω να υπογραμμίσω ότι ο Χρόνης ήταν σπουδαίος ζωγράφος και σπουδαίος άνθρωπος. Η Ελένη, η γυναίκα του, υπήρξε πάντα ένα με τη ζωή του, με την τέχνη του, με την ψυχή του. Το έργο του, βαθύ, δυνατό, μένει στα μέγιστα τεκμήρια της ανθρώπινης δημιουργίας της εποχής μας και της κραυγής της.
Άννα Φιλίνη
Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, Κυριακή 13 Μαίου 2022